- σφυριχτά
- Νεπίρρ. βλ. σφυριχτός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποιφύγδην — Α επίρρ. με ισχυρό φύσημα ή με ισχυρό συριγμό, σφυριχτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποιφύσσω + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην] … Dictionary of Greek
συρικτός — και συριστός και σουριχτός, ή, ό, Ν [συρίζω (Ι)] αυτός που παράγεται με συριγμό, σφυριχτός. επίρρ... συρικτά και συριστά και σουριχτά Ν με συρικτό τρόπο, σφυριχτά … Dictionary of Greek
συριστικός — ή, ό Ν [συρίζω (Ι)] 1. αυτός που σφυρίζει 2. αυτός που παράγει ήχο όμοιο με σφύριγμα («το συριστικό σ») 3. φρ. α) «συριστικά σύμφωνα» γραμμ. τα σύμφωνα σ, ζ και ξ β) «συριστικοί σημαντήρες» ναυτ. σημαντήρες για την επισήμανση αβαθών, οι οποίοι… … Dictionary of Greek
σφυριχτός — ή, ό, Ν [σφυρίζω] 1. αυτός που γίνεται με σφύριγμα («τραγούδι σφυριχτό») 2. αυτός που σφυρίζει («με ανέμους / που σφυριχτοί φυσούσανε», Εφταλ. Οδ.) 3. μτφ. (για χτύπημα) σβουριχτός, ισχυρός και ξαφνικός. επίρρ... σφυριχτά Ν με σφύριγμα … Dictionary of Greek
σφυριχτός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που γίνεται με σφύριγμα: Συνεννοούνται σφυριχτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)